- ανακοχλάζω
- 1. βράζω με δύναμη, κοχλάζω2. αναβράζω ψυχικά, συνταράσσομαι από βρασμό ψυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κοχλάζω.ΠΑΡ. ανακόχλαση, ανακοχλασμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 από τον Σπυρ. Παγανέλη στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.